- βροτοστόνος
- βροτοστόνος, -ον (Α)αυτός που προξενεί στεναγμούς ή βάσανα στους θνητούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -στόνος < στόνος «στεναγμός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek